Η νέα ποιητική συλλογή του Αριστοτέλη Φράγκου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ωρίωνας» έρχεται να προστεθεί στο πλούσιο ποιητικό έργο του πολύ γνωστού Μεσσήνιου λογοτέχνη και να συμπληρώσει με την ανανεωμένη οπτική τους προβληματισμούς, τα ερωτήματα και τις σκέψεις του, τη στάση του απέναντι σε θέματα που και σε προηγούμενες συλλογές του τον έχουν απασχολήσει, αλλά και αποτελούν στην ουσία την θεματική της ποίησης γενικότερα. Θέματα δηλαδή που ένας ποιητής δεν μπορεί να αποφύγει.
Η ουσία της ζωής, ο έρωτας ως ουσία, ως βίωμα και ως απώλεια, ως αναδρομή και μνήμη, μνήμες, η ανάγκη για αγάπη και συναδέλφωση, ο άνθρωπος απέναντι στην καταστροφική μανία της φύσης, απέναντι στην ανθρώπινη ματαιοδοξία που οδηγεί στην υπέρβαση και τον απειλεί με τον αφανισμό του, ο καταναλωτισμός που μας νεκρώνει τα αισθήματα και η αγωνία να τα αναστήσουμε, η σκληρή εποχή μας, η απάνθρωπη σύγχρονη κοινωνία και μεγαλούπολη, η προσπάθεια του ανθρώπου μέσα από την τεχνολογία και την επιστήμη να σμίξει, να επικοινωνήσει με τους άλλους, οι έμποροι του πολέμου που τον εμποδίζουν και η πικρή διαπίστωση πως «η επιστήμη είναι ανίσχυρη να καταπολεμήσει τον ιό του μίσους και της κακίας». Και πέρα από όλα αυτά, η φύση παρούσα παντού: ο αέναος δεσμός των στοιχείων της σε μια θαυμάσια ενότητα, η αναζήτησή της από τον ποιητή, «Ημουν μόνος… Έψαχνα αγωνιωδώς μια παρέα… Θα πάω είπα στη θάλασσα… άρχισα να τρέχω… θα με άκουγε πρόθυμα, πήρα θάρρος και κάθισα σιμά της».
Η πορεία του ποιητή μέσα στη φύση δεν είναι πορεία μέσα σε έναν χώρο στον οποίο βρίσκεται απέναντι, απ’ έξω, νιώθει τον εαυτό του στοιχείο της φύσης, είναι και αυτός μέσα της, «βοσκός αστεριών». Οι εποχές του χρόνου, η νύχτα και η ημέρα, ο ουρανός και τα αστέρια, ο ήλιος και η σελήνη, τα ποτάμια, η θάλασσα είναι από τα βασικά εργαλεία της σκέψης και της «δουλειάς» του…
Και όλα αυτά μας δίνονται με τον γνωστό -στον αναγνώστη της ποίησης του Α. Φράγκου- δυναμικό, «κάθετο» τρόπο προβολής τους μέσα από εικόνες με τον τολμηρό συνδυασμό λέξεων και φράσεων που δημιουργούν το ιδιαίτερο καθαρά προσωπικό ύφος που το συναντάμε και στις προηγούμενες συλλογές του.
Δε θα ασχοληθώ όμως με τίποτα από όσα ανέφερα πιο πάνω, ούτε με αυτά που αφορούν στο περιεχόμενο ούτε και με όσα αφορούν σε θέματα τεχνικής. Θα προσπαθήσω να διαβάσω τη συλλογή με άξονα το κυρίαρχό της θέμα, το οποίο και δηλώνει καθαρά και παραστατικά ο τίτλος της· το θέμα του θανάτου. Να σχολιάσω, με άλλα λόγια, τη στάση του ποιητή απέναντι στο γεγονός του θανάτου.
Διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής με θέμα τον θάνατο νιώθει ο αναγνώστης την πίκρα του ανθρώπου μπροστά στο εφήμερο της ζωής και την αγωνία μπροστά στο αναπότρεπτο του θανάτου. Ο ποιητής σε αυτά αποτυπώνει ως ατομικό βίωμα τη στάση του καθολικού ανθρώπου απέναντι στον θάνατο. Οι αναγνώσεις του θανάτου, καθώς ο άνθρωπος πορεύεται προς το τέρμα, είναι ποικίλες και ενδιαφέρουσες. Οικείες σκέψεις, στάσεις και εντάσεις ψυχής και συναισθημάτων ενσαρκωμένες σε παραστατικές εικόνες που τις παρακολουθούμε στην περιδιάβασή μας στον «Βαρκάρη του Αχέροντα».
Από την πρώτη στιγμή της γέννησής του αρχίζει ο άνθρωπος να πορεύεται προς τον θάνατο, «από το πρώτο βύζαγμα, άθελα τον αναπόφευκτο θάνατο μέσα του εκτρέφεις», γράφει ο ποιητής (στο ποίημα «Εσύ»). Συνυφασμένη με τον θάνατο είναι η ζωή. «Ζωή είναι ο θάνατος μεταμφιεσμένος». Δύο καταστάσεις αδιαχώριστες, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και αντιλαμβάνεται τη ζωή ως ένα θεατρικό έργο· ρόλους υποδύονται οι άνθρωποι και την εναλλαγή των ηθοποιών στην ενσάρκωση των ρόλων την επιβάλλει ο θάνατος. Οταν νιώθει πως το έργο αυτό -η ζωή του- πάει στο τέλος του, γυρνάει τη σκέψη του προς τα πίσω, στο παρελθόν, αναλογίζεται πως βγήκε νικητής μέσα από δυσκολίες και περιπέτειες στον πολύχρονο αγώνα του και τώρα αισθάνεται πικρία καθώς μετρά αντίστροφα τον χρόνο που απομένει· «Αναπόφευκτα μειώνεται και ο χρόνος σε μήνες, εβδομάδες, ίσως και λεπτά». Είναι, είπαμε, η πικρία του ανθρώπου μπροστά στο αναπότρεπτο του θανάτου. Και ο ποιητής στέκεται αμήχανος. Ο άνθρωπος που βρίσκεται προς το τέλος, φυσικό είναι συχνά να γυρνάει προς τα πίσω και να αναλογίζεται το δύσκολο και γεμάτο βάσανα ταξίδι της ζωής. Μπορεί να τον κούρασε η ζωή. Απορρίπτει όμως την «ξεκούραση και ανακούφιση» που θα φέρει ο θάνατος. Η ζωή είναι γλυκιά. Δε θέλει να την αποχωριστεί. «Δε θα βρει αλλού καλύτερα!» σημειώνει με μια έκφραση γλυκιάς αναπόλησης, πικρίας και ειρωνείας μαζί.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, ένα χαρακτηριστικό ποίημα που έδωσε και τον τίτλο σε όλη τη συλλογή, ο κ. Φράγκος σχολιάζει την απροθυμία του ανθρώπου να αποδεχτεί τη θνητότητά του. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, όταν έχει την αίσθηση ότι είναι μακριά του ο θάνατος, αρέσκεται να ελπίζει, προσπαθεί να βρει τρόπους να ξεγελάσει τον Χάρο (μάλλον να ξεγελάσει τον εαυτό του), και κλείνει τα μάτια του μπροστά στο «ανεξαγόραστο του θανάτου», όπως γράφει. Και μπροστά στη βεβαιότητα του θανάτου, αρέσκεται να ζει με ψευδαισθήσεις.
Είναι όμως και στιγμές, που δε βρίσκει απάντηση σε αγωνιώδη ερωτήματα που τον βασανίζουν. Οπως για παράδειγμα, όταν αναλογίζεται πως στο ταξίδι της ζωής κύριος και μόνιμος συνοδός του ανθρώπου είναι ο πόνος, «Η αλήθεια όμως είναι πως τον συνήθισα τόσο (τον πόνο) που τον σέρνω όπως η χελώνα το καβούκι της. Κι όταν δεν τον νιώθω νομίζω έπαψα να ζω». Και βλέπει τον πόνο ως τιμωρία που δεν ξέρει, δεν κατανοεί την αιτία της επιβολής της. Δεν αισθάνεται πως ο άνθρωπος (και ο ίδιος) μπορεί να θεωρείται πως έχει a priori αδικήσει, είναι αμαρτωλός και του επιβάλλεται ο πόνος-τιμωρία ως αναπόσπαστο στοιχείο του βίου του πάνω στη γη. Δε βρίσκει την αιτία και αυτό τον βασανίζει. Και σε αυτές τις στιγμές αισθάνεται ως παρηγοριά πως πλησιάζει το τέλος· «Το παρήγορο είναι πως "ο χρόνος εγγύς"».
Αλλά και το ερώτημα για το τι συμβαίνει μετά τον θάνατο τον απασχολεί, όπως άλλωστε και τον κάθε άνθρωπο που αιώνες στην πορεία του πάνω στη γη προσπαθεί να το απαντήσει. Υπάρχει ζωή μετά θάνατο; Υπάρχει κόλαση και παράδεισος; Ο ποιητής ζηλεύει τις ψυχές που έφυγαν και πήγαν στους ουρανούς. Μπορεί να αφήσανε τις ομορφιές της ζωής, αλλά έχουν πια τη βεβαιότητα. Ξέρουν τι υπάρχει μετά τον θάνατο. Μπορούν να μας απαντήσουν αν υπάρχει κόλαση και παράδεισος. Τούτο, αν το γνωρίζουμε θα μας δώσει απάντηση και σε ένα άλλο ερώτημα σχετικό με τη δικαιοσύνη και τη βούληση του Θεού. Αναρωτιόμαστε μήπως και γιατί ο Θεός ευνοεί τους ισχυρούς. Πώς να το εξηγήσουμε, όταν κοιτάζουμε γύρω μας καθημερινά και βλέπουμε την επιβράβευση της αδικίας, του μίσους και του φθόνου στη ζωή;
Αλλος αγώνας του ανθρώπου είναι η πάλη του να απαλλαγεί από τον φόβο του θανάτου. Οταν φτάνει σε μεγάλη ηλικία, κάθε στιγμή αναρωτιέται και αναμένει την επίσκεψη του Χάρου. Βιώνει την αγωνία της αναπότρεπτης συνάντησης. Και εδώ ο ποιητής καλεί τον εαυτό του να συμβιβαστεί, πρέπει να συμβιβαστεί, με την ιδέα. Με πείσμα και παρρησία βεβαιώνει, κυρίως τον εαυτό του, στο ποίημα «Δε φοβάμαι τίποτα…» πως μόνο αν συνειδητοποιήσουμε ότι ο θάνατος είναι στενά δεμένος με τη ζωή και φυσικό επακόλουθό της, τη διαρκή ροή προς τα εμπρός και πως το ποτάμι δε γυρίζει πίσω, μπορεί να διώξουμε τον φόβο του θανάτου και να νιώσουμε ελεύθεροι. Και αυτή την ελευθερία διακηρύσσει.
Επίσης μπροστά στον θάνατο ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη της συγνώμης. Ο ποιητής στο ποίημα «Μονομιάς σήμερα…» ζητάει συγχώρηση για τα λάθη και τις κακίες του και παρακαλεί να του ευχηθούν «αφουρτούνιαστο ταξίδι μη και χάσω το λιμάνι προορισμού». Ζητάει και από την αγαπημένη του συγνώμη για τη δυστυχία που της προξένησε. Νιώθει πως η συγνώμη της θα τον βοηθήσει να πορευτεί τον δρόμο του μετά τον θάνατο. «… να έχω στο δρόμο μου πυξίδα τη συγνώμη σου…».
Αλλά και για να «γευτεί για μια ακόμα φορά» με την αγαπημένη του όσα όμορφα έζησε και αγάπησε μαζί της, ζητάει από τον Χάρο ως στερνή επιθυμία μια παράταση χρόνου. Είναι η μάταιη προσπάθεια και ο καημός του ανθρώπου να παρατείνει έστω και για λίγο τη ζωή του, αλλά παράλληλα και ένας ύμνος στη ζωή και στην αγάπη. Απευθύνεται στην αγαπημένη του και την καλεί να απολαύσει μαζί της ξανά τον ήλιο, το φεγγάρι, τα δέντρα, τη βροχή, την άνοιξη, τους περίπατους στο δάσος, στη θάλασσα, «…να σου κρατώ σφιχτά το χέρι μη σε αρπάξει το ζηλιάρικο κύμα / όταν τα βράδια θα χτενίζεις τις ξανθές μπούκλες του φεγγαριού / να με φιλάς γλυκά και να μπερδεύομαι, καθώς μετρώ τα λαμπερά / καρφιά που συγκρατούν τον ουρανό …» «Στερνή Επιθυμία».
Και τέλος, σε άλλο σημείο, απευθύνεται με βαθιά θλίψη πάλι στην αγαπημένη του που έχει φύγει πια από τη ζωή και της εκφράζει τον αβάσταχτο πόνο του για την απώλειά της. Της ζητάει τώρα που είναι -αν είναι- στην πατρίδα των αγγέλων, τις νύχτες που θα μεταμορφώνεται σε αστέρι να τον προσέχει τη στιγμή που θα διαπλέει τον Αχέροντα να φροντίσει να του δείξει τον δρόμο που θα τον φέρει κοντά της. Όσο ζει όμως δε θα πάψει να κατηγορεί τη μοίρα του για την απώλειά της.
Αυτή είναι η στάση του Α. Φράγκου απέναντι στο γεγονός του θανάτου. Στάση βαθιά ανθρώπινη τόσο, που μέσα από τον ποιητή ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να βλέπει τη δική του στάση, τις δικές του σκέψεις, τον εαυτό του τελικά.
• Σημείωση: Η ποιητική συλλογή του Α. Φράγκου θα παρουσιαστεί στο «Καφέ Σταθμός» στις 17-1-2018, στις 7.30 μ.μ.